- πορφυρεύω
- Α [πορφυρεύς]1. μαζεύω πορφύρες2. κατεργάζομαι πορφύρες, βάφω πορφυρά υφάσματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορφυρευόντων — πορφυρεύω catch purple fish pres part act masc/neut gen pl πορφυρεύω catch purple fish pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρευθῆναι — πορφυρεύω catch purple fish aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρευομένους — πορφυρεύω catch purple fish pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρεύων — πορφυρεύω catch purple fish pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρευτής — ὁ, ΝΑ [πορφυρεύω] ο πορφυρεύς* … Dictionary of Greek
πορφυρευτικός — ή, όν, ΝΜΑ το θηλ. ως ουσ. η πορφυρευτική η τέχνη κατεργασίας τής πορφύρας, βαφής πορφυρών υφασμάτων αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνον που μαζεύει ή που κατεργάζεται πορφύρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρεύω πιθ. κατά το ἁλιευτικός] … Dictionary of Greek